αχαιρέτιστος

αχαιρέτιστος
-η, -ο
1. εκείνος στον οποίο δεν απευθύνει κάποιος χαιρετισμό
2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να χαιρετίσει κάποιος, αυτός που δεν θέλει να τον χαιρετούν
3. αυτός τον οποίο δεν επισκέφθηκαν στην ονομαστική του εορτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχαιρέτιστος — η, ο εκείνος τον οποίο δε χαιρέτισαν: Ξέρω πως επίτηδες με άφησε αχαιρέτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”